τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Full diacritics: συγκλέπτης | Medium diacritics: συγκλέπτης | Low diacritics: συγκλέπτης | Capitals: ΣΥΓΚΛΕΠΤΗΣ |
Transliteration A: synkléptēs | Transliteration B: synkleptēs | Transliteration C: sygkleptis | Beta Code: sugkle/pths |
ου, ὁ,
A fellow-thief, Poll.6.158.
[Seite 968] ὁ, Mitdieb.
συγκλέπτης: -ου, ὁ συγκλέπτων, σύντροφος κλέπτου, Πολυδ. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.