συγκλέπτης

From LSJ
Revision as of 09:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλέπτης Medium diacritics: συγκλέπτης Low diacritics: συγκλέπτης Capitals: ΣΥΓΚΛΕΠΤΗΣ
Transliteration A: synkléptēs Transliteration B: synkleptēs Transliteration C: sygkleptis Beta Code: sugkle/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fellow-thief, Poll.6.158.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, Mitdieb.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλέπτης: -ου, ὁ συγκλέπτων, σύντροφος κλέπτου, Πολυδ. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.