ἐξαναπνέω
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
A recover breath, Pl.Phdr.254c, Sph.231c.
German (Pape)
[Seite 868] (s. πνέω), wieder zu Athem kommen, sich erholen; Plat. Soph. 231 c; μόγις ἐξαναπνεύσας Phaedr. 254 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναπνέω: ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν, ἰδίως μετά τι πάθημα, μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Πλάτ. Φαῖδρ. 254C, Σοφ. 231C.