πενταστάτηρος
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
[στᾰ], ον,
A five στατῆρες in weight, Sosicr.1 codd. Poll.
German (Pape)
[Seite 557] fünf στατῆρες schwer od. werth, δίκελλα, Sosicrat. com. bei Poll. 4, 173. 9, 57 erkl. durch πεντάλιτρος.
Greek (Liddell-Scott)
πενταστάτηρος: -ον, ὁ ἔχων βάρος πέντε στατήρων, Σωσικράτης ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1.