ἐπιμήνιος

From LSJ
Revision as of 09:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμήνιος Medium diacritics: ἐπιμήνιος Low diacritics: επιμήνιος Capitals: ΕΠΙΜΗΝΙΟΣ
Transliteration A: epimḗnios Transliteration B: epimēnios Transliteration C: epiminios Beta Code: e)pimh/nios

English (LSJ)

ον,

   A monthly, χρεῶν -ίων τόκοι Hondius Novae Inscriptiones Atticae91; holding office for a month, πολέμαρχος, προμνήμων, at Chios, SIG402.1, 443.1,2 (iii B.C.); ἐπιμήνιοι, οἱ, monthly officers, ib.58.5 (Milet., v B.C.), OGI229.30(Smyrna, iii B.C.): sg., IG12(2).645b38 (Nesos); ἐ. τῶν ταμιῶν SIG426.27 (Bargylia, iii B.C.).    2. priests who offered the ἐπιμήνια, Hsch.; ἐπιμηνίους . . οἵτινες ἐχθυσεῦνται τὰ ἱερὰ μετὰ τοῦ ἱερέως SIG1106.63 (Cos), cf. 1044.24 (Halic.), Test.Epict.2.33.    II. ἐπιμήνια, τά,    1. (sc. ἱερά) monthly offerings, Hdt.8.41, Inscr. ap. Ath. 6.234e.    2. provisions, monthly ration, POxy.531.17 (ii A.D.), etc.; also ἐ. ὀψώνια PLond.2.190.16 (iii A.D.); ὁ ἐ. σῖτος Plu.Flam.5; ὁ λόγος ὁ ἐ. the monthly account, SIG578.54 (Teos, ii B.C.).    b. simply, provisions, for a ship, Plb.31.12.13, Sor.1.19.    3. monthly courses of women, Hp.Nat.Mul.13, Sor.1.19 (sg.); ἐπιμήνιον (sc. αἷμα), τό, Dsc.2.79; κάθαρσις ἐπιμηνίων Aret.SA1.9.

German (Pape)

[Seite 962] auf den Monat, monatlich, σῖτος Plut. Flam. 5. Gew. τὰ ἐπιμήνια, – 1) monatliche Opfer, ἐπιτελέειν Her. 4, 41; θύειν Ath. VI, 234 e; οἱ ἐπιμήνιοι, die ein solches Opfer darbringen, Marm. Ox. p. 7, wenn nicht οἱ ἐπιμήνιοι τῆς βουλῆς die monatlich den Vorsitz Führenden sind. – 2) Lebensmittel auf einen Monat, u. übh. Proviant, der monatlich vorausgegeben zu werden pflegte, Pol. 31, 20, 13. 22, 12, nach B. A. 254 τὰ ἐφόδια. – 3) die monatliche Reinigung der Weiber, Arist. H. A. 10, 7; Medic.; auch ἐπιμήνιον αἷμα γυναικῶν, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμήνιος: -ον, (μὴν) μηνιαῖος, ἐπιμήνιοι, οἱ, μηνιαῖοι ἄρχοντες, οἷοι οἱ πρυτάνεις ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙ. 35, 3137. 30 (Προσθ.), 3641b. 5, πρβλ. Ἑρμάννου Πολ. Ἀρχ. 127. 54. 2) ἐπιμήνιοι, ἱερεῖς, ἱεροποιοί, οἱ τὰ ἐπιμήνια προσφέροντες, Ἡσύχ., Ἐπιγρ. Κῶ 36 b, 25 κἑξ.· ἐν τῷ ἑνικ., ἐπιγρ. παρὰ Hicks 138 § 11, 24. ΙΙ. ἐπιμήνια, τά, 1) (ἐξυπ. ἱερὰ) μηνιαῖαι προσφοραὶ ἢ θυσίαι, ὡς τὰ ἔμμηνα, Ἡρόδ. 8. 41, παρ’ Ἀθην. 234Ε. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκαλεῖτο δὲ καὶ θυσία τις ἐπιμήνια, ἡ κατὰ μῆνα τῇ νουμηνίᾳ συντελουμένη». 2) ἐπιτήδεια, ζωοτροφίαι δι’ ἕνα μῆνα, Λατ. menstruum, Πολύβ. 31. 20, 13, κτλ., Ἰουβενάλ. 7. 120· ὡσαύτως, ὁ ἐπ. σῖτος Πλουτ. Φλαμιν. 5· ὁ λόγος ὁ ἐπ., ὁ κατὰ μῆνα λογαριασμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059. 19. 3) ἡ μηνιαία περίοδος τῶν γυναικῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱ. 10. 7, 11 κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, ἐπιμήνιον (ἐξυπ. αἷμα), τό, Διοσκ. 2. 97· ἡ ἐπιμηνίων κάθαρσις Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9.