χέρνιβον
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
τό,
A = χερνιβεῖον, Il.24.304, IG11(2).144A32 (Delos, iv B. C.), cf. Hdn.Gr.1.378: pl. χέρνιβα Philostr.Im.2.23.
German (Pape)
[Seite 1350] τό, das Gefäß zum Waschwasser für die Hände, Handbecken, Waschbecken; ἡ δὲ παρέστη χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα Il. 24, 304; τοῖς χρυσοῖς χερνίβοις καὶ θυμιατηρίοις χρήσασθαι Andoc. 4, 29, wie Ath. IX, 408 c steht, wo die Stelle aus Lysias contra Alcib. angeführt wird. Vgl. χέρνιψ.
Greek (Liddell-Scott)
χέρνῐβον: τό, ἀντὶ τοῦ χερνιβεῖον ἀπαντῶν μόνον ἐν Ἰλ. Ω. 304· ἔνθα ὁ Bentl. προτείνει χέρνιβά τ’, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ· οὕτως ἐν Αἰλ. περὶ Ζ. 10. 50, ὁ Ἰακώψ. διώρθωσε δεῖ χέρνιβος.