ἀντίπους
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. οδος,
A with the feet opposite, στὰς ἀ., of one at the Antipodes, Pl. Ti.63a; so ἀ. ἔσται πορευόμενος ἕκαστος αὐτὸς αὑτῷ Arist. Cael.308b20, cf. Eratosth.16.19; οἱ ἀ. the Antipodes, Str. 1.1.13, Cleom.1.2, Cic.Acad.Pr.2.39.123, Plu.2.869c.
German (Pape)
[Seite 259] οδος, mit entgegengekehrten Füßen, Plat. Tim. 63 a; οἱ ἀντίποδες, die Gegenfüßler, Plut. fac. orb. lun. 7; Cic. Acad. II, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ εἰς τὸ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον μέρος τῆς σφαίρας πατῶν, ἀλλ’ εἰ καὶ περὶ αὐτὸ πορεύοιτό τις ἐν κύκλῳ, πολλάκις ἂν στὰς ἀντίπους ταὐτὸν αὐτοῦ κάτω καὶ ἄνω προσείποι Πλάτ. Τίμ. 63Α· οὕτως, ἀντίπους ἔσται πορευόμενος ἕκαστος αὐτὸς αὐτῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 4· οἱ ἀντίποδες, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Στράβ. 15, Κικ. Acad. Pr. 2. 39, Πλούτ. 2. 869C. Πρβλ. ἀντίχθων 2, περίοικος ΙΙΙ.