ἀπέρρω
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
A go away, be gone, E.HF260; ἄπερρε away! begone! Ar. Nu.783, Ec.169; οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον; Cratin.123.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρρω: ἀπέρχομαι, φεύγω, «ξεκουμπίζομαι», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 260: ἄπερρε, φύγε ἀπ’ ἐδῶ, «ξεκουμπίσου», Λατ. abi in malamrem! Ἀριστοφ. Νεφ. 783, Ἐκκλ. 169: οὕτως, οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον: «οὐκ ἀπελεύσῃ, οὐκ ἀποφθαρήσῃ;» (Α. Β. 422, 9) Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 6· ἴδε τὸ ἁπλοῦν ἔρρω.