προσκέπτομαι
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
A v. προσκοπέω.
German (Pape)
[Seite 769] vorher betrachten, überlegen; Her. 7, 10. 4, 177; Ar. Equ. 154; τινός, wofür, Eur. Phoen. 476; Thuc. 3, 57. – Perf. in passiver Bdtg, τῶν προειρημένων καὶ προεσκεμμένων, Plat. Rep. IV, 435 d; u. so ist auch Thuc. 8, 66 προὔσκεπτο für προὐσκέπτετο zu lesen.
Greek (Liddell-Scott)
προσκέπτομαι: ἀποθ., = προσκοπέω, ὃ ἴδε.