ἐκπέρθω
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
fut. -πέρσω,
A destroy utterly, sack, of cities, Il.1.19, al. (never in Od.), A.Th.427, etc.; also τὴν Διὸς τυραννίδ' ἐ. βίᾳ Id.Pr. 359: metaph., μὴ ἡμῖν..τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Pl.Prt.340a. II take as booty from, τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν Il.1.125.
German (Pape)
[Seite 772] (s. πέρθω), von Grund aus zerstören; πόλιν ἐκπέρσαι Il. 1, 19 u. öfter, wie Aesch. Spt. 409; τὴν Διὸς τυραννίδ' ἐκπέρσων βίᾳ Prom. 357; πᾶσαν Ἑλλάδα Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέρθω: μέλλ. -πέρσω, καταστρέφω ἐντελῶς, ἐκπορθῶ, δῃῶ, λεηλατῶ, ἁρπάζω, ἐπὶ πόλεων, κτλ. ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν Ἰλ. Α. 19. κτλ.· (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 427, κτλ.· ὡσαύτως, τὴν Διὸς τυραννίδ’ ἐκπ. βίᾳ ὁ αὐτ. Πρ. 357: μεταφ., μὴ ἡμῖν... τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Πλάτ. Πρωτ. 340Α. - Πρβλ. ἐκπορθέω.