σιτεία
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ἡ,
A feeding, fattening, ὀρτύγων PLips.97 xi 17 (iv A.D.), Gloss.: pl., σ. ἄρτων BGU1067.14 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, das Füttern, Mästen, Sp.; – auch die öffentliche Beköstigung im Prytaneion, Xenophan. bei Ath. X, 414 a, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτεία: ἡ, (σιτεύω) τὸ τρέφειν, παχύνειν, Γλωσσ.