δυσμικός
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ή, όν, (δυσμή)
A = δυτικός, western, Str.2.5.11, Hld.8.15: Comp., Str.2.1.34, Ptol.Alm.2.13, Theo Sm.p.137 H.: Sup., Str. 2.1.32, Ptol.Geog.2.3.18.
German (Pape)
[Seite 684] abendlich, westlich; Strab. II p. 85 u. öfter; Heliod. 8, 15.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμικός: -ή, -όν, (δυσμή) = δυτικός, Στράβων 85, Ἡλιόδ. 8. 15· ὑπερθ. -ώτατος, Πτολ. Γεωγρ. 2. 3, 18.