ἀγραυλία
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
ἡ,
A service in the field, D.H.6.44 (pl.), D.S.16.15(pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 22] ἡ, das Leben oder Uebernachten auf dem Felde, unter freiem Himmel, Dionys. H. 4, 44; D. Sic. 16, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγραυλία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ ἀγραύλου: - παρὰ Διον. Ἁλ. 6. 44, Διοδ., κτλ., στρατιωτικὴ ὑπηρεσία ἐν τῷ ἀγρῷ.