ἐγκαταζεύγνυμι
From LSJ
English (LSJ)
A associate with, adapt to, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις S.Aj.736.
German (Pape)
[Seite 705] (s. ζεύγνυμι), mit Etwas verbinden; νέας βουλὰς νέοισι τρόποις Soph. Ai. 723.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταζεύγνυμι: συνενῶ, συνδέω, συναρμόζω, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις Σοφ. Αἴ. 736.