ἰήκοπος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
German (Pape)
[Seite 1244] ἀρωγή, Eur. den Aeschylus parodirend bei Ar. Ran. 1265 ff., entweder von κόπτω, Weh schlagend od. Schlag wehrend, Schmerz überwältigend, od. von κόπος, wehleidvoll; Andere dachten an ἰάομαι, Drangsal heilend.
Greek (Liddell-Scott)
ἰήκοπος: -ον, ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1265 ἀντὶ ἀνδροδάϊκτον... ἰήκοπον, νῦν γενικῶς δέχονται τὴν γραφὴν τοῦ Heath (ἰὴ κόπον), πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 860.