ἔκλυσις

From LSJ
Revision as of 09:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκλῠσις Medium diacritics: ἔκλυσις Low diacritics: έκλυσις Capitals: ΕΚΛΥΣΙΣ
Transliteration A: éklysis Transliteration B: eklysis Transliteration C: eklysis Beta Code: e)/klusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A release, deliverance from a thing, ἀφροσύνης Thgn. 590 (=Sol.13.70); ἄθλων A.Pr.264; τοῦδε τοῦ νοσήματος S.OT306; δεσμοῦ Theoc.24.33; Ἀΐδεω AP6.219.24 (Antip.(?)).    2 weakening of an opponent's case, Hdn.Fig.p.91 S., cf. Alex.Fig.1.2.    II feebleness, faintness, Hp.Aph.7.8, etc.; τῆς πόλεως ἔ. καὶ μαλακία D. 17.29; ψυχικῶν δυνάμεων Ph.1.154; φυσική Agatharch.55; ἐκλύσιες κοιλίης relaxations, Hp.Coac.625.    2 laxity, of style, [Longin.] Rh.12.    III lowering of the voice through three quarter-tones (διέσεις), Bacch.Intr.41, Aristid.Quint.1.10, Plu.2.1141b.

German (Pape)

[Seite 768] ἡ, 1) die Erlösung, Befreiung von Etwas; ἄθλων Aesch. Prom. 262; νοσήματος Soph. O. R. 306; κακῶν Eur. I. T. 899; δεσμῶν Theocr. 24, 33. – 2) die Entkräftung, Schwäche, Ohnmacht, Hippocr., Theophr. u. A.; πόλεως ἔκλ. καὶ μαλακία Dem. 17, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκλῠσις: -εως, ἡ, ἀπαλλαγή, ἢ ἀπολύτρωσις ἀπό τινος, ἀφροσύνης Θέογν. 590· ἄθλων Αἰσχύλ. Πρ. 262· τοῦδε τοῦ νοσήματος Σοφ. Ο. Τ. 306· δεσμοῦ Θεόκρ. 24. 33, κτλ. ΙΙ. ἀδυναμία, λιποθυμία, παράλυσις, Ἱππ. Ἀφ. 1258, κτλ.· τῆς πόλεως ἔκλ. καὶ μαλακία Δημ. 219. 28· ἐκλύσιες κοιλίης, διάρροιαι, Ἱππ. 221D. ΙΙΙ. ἡ καταβίβασις τῆς φωνῆς κατὰ τρία τέταρτα τοῦ τόνου, (διέσεις) Μουσ. Συγγρ.