στρεβλωτήριος
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
α, ον,
A racking, torturing, Hsch. s.v. λυγῶδες: στρεβλωτήριον, τό, rack, LXX 4 Ma.8.13.
German (Pape)
[Seite 953] folternd, marternd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλωτήριος: -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λύγος· - στρεβλωτήριον, τό, βασανιστήριον, στρέβλη, Ἰωσήπ. Μακκ. 8.