καταβιόω
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
aor.
A κατεβίων Pl.Prt.355a, later κατεβίωσα Plb.12.28.6, Plu.Dem.24:—pass one's life, τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον Pl. l. c., cf. R.578c, Ph.1.627: c. part., κ. ξενιτεύων, σοφιστεύων, Plb.l.c., Plu. l.c.; κ. διώξαντες ἕτερον ἢ καὶ φυγόντες ὑφ' ἑτέρου Phld.Rh.2.166 S.; κ. γεωργοῦντες Str.13.4.10. 2 bring one's life to an end, die, λέγεται ἄρτιος καταβιῶναι καὶ τὰς αἰσθήσεις ἡβῶν Philostr.VS1.9.3.
German (Pape)
[Seite 1340] (s. βιόω), verleben, das Leben hinbringen; τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον ἄνευ λυπῶν Plat. Prot. 355 a, öfter; Sp., περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε Plut. Dem. 24; ἐν τοῖς οἰκείοις καταβιῶναι Hdn. 1, 15, 8. Bei Luc. Ver. H. 1, 12 ist καταβιώσεσθε richtige Lesart für καταβιώσετε.
Greek (Liddell-Scott)
καταβιόω: μέλλ. -ώσομαι: ἀόρ. κατεβίων Πλάτ., ὡσαύτως κατεβίωσα, Πολύβ. 12. 28, 6, Πλουτ. Δημοσθ. 24. Τελειώνω τὸν βίον μου, περνῶ τὴν ζωήν μου, τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον Πλάτ. Πρωτ. 355Α, πρβλ. Πολ. 578F· ἀπολ., Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.