ἐνράπτω
English (LSJ)
A sew up in, βυβλίον εἰς ἡνίαν χαλινοῦ Aen.Tact.31.9, Plu. Arat.25:—Med., Διόνυσον ἐνερράψατο ἐς τὸν μηρόν into his thigh, Hdt. 2.146, cf. IG14.1285, 1292:—Pass., to be sewed up in, ἐνερράφη Διὸς μηρῷ E.Ba.286; ἱμάντα ἐν ᾧ ἐπιστολὴ ἐνέρραπτο Aen.Tact.31.32; λίθοι ἐνερραμμένοι τῷ ἐσσῆνι J.AJ3.8.9.
German (Pape)
[Seite 851] einnähen; εἰς τὸν μηρόν D. Sic. 5, 52; τῷ μηρῷ Apolld. 3, 4, 3; im med., Διόνυσον ἐνεῤῥάψατο εἰς τὸν μηρόν, in seine Hüfte, Her. 2, 146; pass., ἐνεῤῥάφη Διὸς μηρῷ Eur. Bacch. 286.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνράπτω: μέλλ. -ψω, ῥάπτω τι ἐντός τινος, εἴς τι Πλουτ. Ἄρατ. 25˙ οὕτως, ἐν τῷ μέσ., Διόνυσον... ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεύς, εἰς τὸν ἑαυτοῦ μηρόν, Ἡρόδ. 2. 146, πρβλ. Συλλ.- Ἐπιγρ. 6126, 6129, 6280. 28. - Παθ., ῥάπτομαι ἐντός, ἐνερράφη Διὸς μηρῷ Εὐρ. Βάκχ. 286.