ἄλυτος
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
English (LSJ)
ον, poet.
A ἄλλυτος Phanocl.2.1, AP6.30 (Maced.), not to be loosed or broken, indissoluble, πέδαι, δεσμοί, Il.13.37, Od.8.275, A.Pr. 55; ἀδάμας AP12.93 (Rhian.); Μοιράων νῆμα Phanocl.l.c., cf.Epigr.Gr.520 (Thessalonica); πτολέμοιο πεῖραρ Il.13.360; κύκλος (of the wheel of the ἴϋγξ) Pi.P.4.215; irremediable, S.El.230(lyr.): of substances, insoluble, Arist.Mete.384b7. Adv. -τως Pl.Ti.60c. 2 of arguments or evidence, not to be confuted, irrefutable, Arist.Rh.1357b17, 1403a14; συλλογισμός Arist.APr.70a29. II undissolved, Pl. Ti.60e.
German (Pape)
[Seite 111] unauflöslich, Hom. dreimal, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 360 πεῖραρ ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τε, 37 πέδας ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν, Od. 8, 275 δεσμοὺς ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν; – Aesch. Prom. 154; κύκλος Pind. P. 4, 2154 ἄλλυτον λίνον Theocr. 27, 16; vgl. Arist. Meteor. 4, 6; – dah. unendlich, Soph. El. 223; öfter in Anth. – Adv., Plat. Tim. 60 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλῠτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λύσῃ ἢ διασπάσῃ, ἀδιάρρηκτος, πέδαι, δεσμοί, Ἰλ. Ν. 37, Ὀδ. Θ. 275, Αἰσχύλ. Πρ. 55· Μοιράων νῆμ’ ἄλυτον, Φανοκλ. ἐν Ἰακωψ. Ἀνθ. Ι. σ. 205, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1973· πολέμοιο πεῖραρ, Ἰλ. Ν. 359: - συνεχής, ἀδιάκοπος, κύκλος, Πινδ. Π. 4. 383, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 230: ὡσαύτως ἐπὶ οὐσιῶν, ἀδιάλυτος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: οὕτω καὶ ἐν ἐπιρρ. -τως, Πλάτ. Τίμ. 60C. 2) ὃ δὲν δύναταί τις νὰ ἀναιρέσῃ ἢ ἐλέγξῃ, ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 18., 2. 25, 14. ΙΙ. ὁ μὴ χαλαρὸς ἢ διαλελυμένος, Πλάτ. Τίμ. 60Ε.