ἀτιμώρητος

From LSJ
Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμώρητος Medium diacritics: ἀτιμώρητος Low diacritics: ατιμώρητος Capitals: ΑΤΙΜΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: atimṓrētos Transliteration B: atimōrētos Transliteration C: atimoritos Beta Code: a)timw/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A unavenged, i.e.,    I unpunished, ἀ. γίγνεσθαι to escape punishment, Hdt.2.100, Th.6.6, etc.; ἀ. ἁμαρτημάτων unpunished for... Pl.Lg. 959c. Adv. ἀτῑμώρ-τως with impunity, ib.762d.    II for whom no revenge has been taken, Antipho 3.3.7; ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin. 1.145.    III undefended, unprotected, Th.3.57.

German (Pape)

[Seite 387] ungerächt, 1) an dem man keine Rache genommen hat, ungestraft, γίγνεσθαι, der Strafe entgehen, Her. 2, 100; Thuc. 6, 6; κακῶν ἁμαρτημάτων, für, Plat. Legg. XII, 959 e; ἀφιέναι τινὰ ἀτ. Dinarch. 1, 29. – 2) dem man keine Genugthuung verschafft hat, ohne Hülfe, Thuc. 3, 57; θάνατον ἀτιμώρητον ἐᾶσαι Aesoh. 1, 145.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῑμώρητος: -ον, Ι. ὁ μὴ τιμωρούμενος, ὅκως ἀτιμώρητος γίγνηται, ὅπως διαφύγῃ τὴν τιμωρίαν, Ἡρόδ. 2. 100, Θουκ. 6. 6, κτλ.· ἀτ. ἀμαρτημάτων, μὴ τιμωρηθεὶς διὰ..., Πλάτ. Νόμ. 959C: - Ἐπίρρ. -τως = ἀτιμωρητεί, ἄνευ τιμωρίας, αὐτόθι 762D. ΙΙ. ὁ ἄνευ ἀντεκδικήσεως, ὁ διαφθαρείς ἀδικοῖτ᾽ ἄν ἀτιμώρητος γενόμενος Ἀντιφῶν 123. 18· ἐάσας ἀτιμώρητον τὸν τοῦ Πατρόκλου θάνατον Αἰσχίν. 20. 22. ΙΙΙ. ἀβοήθητος, ἀνυπεράσπιστος, Θουκ. 3. 57. - Πρβλ. Ruhnk Τίμ.