πεζονομικός
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the management of quadrupeds (opp. birds) ; ἡ π. ἐπιστήμη the business of managing them, Pl.Plt. 265c, cf. 264e ; τὸ π. ib.267b.
German (Pape)
[Seite 542] ή, όν, zum Weiden oder Halten von Landthieren gehörig; Plat. Polit. 267 b; ἐπιστήμη, 265 c.
Greek (Liddell-Scott)
πεζονομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ νομεύειν καὶ περιποιεῖσθαι πεζὰ ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πτηνά· ἡ πεζονομικὴ ἐπιστήμη, ἡ τέχνη ἢ ἐμπειρία περὶ τὴν οἰκονομίαν καὶ περιποίησιν αὐτῶν, Πλάτ. Πολιτ. 265C, πρβλ. 264Ε· τὸ πεζονομικὸν εἶδος αὐτόθι 267Β.