χαριτόω
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
A show grace to any one, τῆς χάριτος ἧς ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς Ep.Eph.1.6:—Med. χαριτώσομαι I will bestow favour upon thee, BGU 1026 xxiii 24 (iv A. D.):—Pass., to have grace shown one, to be highly favoured, LXX Si.18.17, Ev.Luc.1.28; πρὸς πάντας ἀνθρώπους Aristeas 225, cf. Heph.Astr.1.1; ὄμμα στροφαῖς -ούμενον prob. in Lib.Descr.30.12.
German (Pape)
[Seite 1339] angenehm, lieblich od. reizvoll machen, Sp., wie LXX. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριτόω: πληρῶ τινα χάριτος, τινα εἰς μορφὴν Ρήτορες (Walz) τ. 1, 429. ΙΙ. δεικνύω εὔνοιαν καὶ χάριν πρός τινα, τινα Ἐπιστολ. πρὸς Ἐφ. α΄, 6. - Παθ., λαμβάνω δείγματα χάριτος καὶ εὐνοίας παρά τινος, μεγάλως εὐνοοῦμαι ὑπό τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΗ΄, 17), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 28.