χαριτόω
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
show grace to any one, τῆς χάριτος ἧς ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς Ep.Eph.1.6:—Med. χαριτώσομαι I will bestow favour upon thee, BGU 1026 xxiii 24 (iv A. D.):—Pass., to have grace shown one, to be highly favoured, LXX Si.18.17, Ev.Luc.1.28; πρὸς πάντας ἀνθρώπους Aristeas 225, cf. Heph.Astr.1.1; ὄμμα στροφαῖς -ούμενον prob. in Lib.Descr.30.12.
German (Pape)
[Seite 1339] angenehm, lieblich od. reizvoll machen, Sp., wie LXX. u. N.T.
French (Bailly abrégé)
χαριτῶ :
1 remplir de la grâce divine ; Pass. être rempli de la grâce divine;
2 rendre gracieux;
NT: gratifier, combler.
Étymologie: χάρις.
Russian (Dvoretsky)
χᾰρῐτόω: осыпать милостями, осенять благодатью NT.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριτόω: πληρῶ τινα χάριτος, τινα εἰς μορφὴν Ρήτορες (Walz) τ. 1, 429. ΙΙ. δεικνύω εὔνοιαν καὶ χάριν πρός τινα, τινα Ἐπιστολ. πρὸς Ἐφ. α΄, 6. - Παθ., λαμβάνω δείγματα χάριτος καὶ εὐνοίας παρά τινος, μεγάλως εὐνοοῦμαι ὑπό τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΗ΄, 17), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 28.
English (Strong)
from χάρις; to grace, i.e. indue with special honor: make accepted, be highly favoured.
English (Thayer)
χαρίτω: 1st aorist ἐχαριτωσα; perfect passive participle κεχαριτωμένος; (χάρις);
1. to make graceful i. e. charming, lovely, agreeable: passive, ταῖς διαλοξοις στροφαῖς χαριτουμενος ὀφρυν, Libanius, vol. iv., p. 1071,14.
2. to pursue with grace, compass with favor; to honor with blessings: τινα, R. V. marginal reading endued frith grace)); Symm.; (Hermas, sim. 9,24, 3 [ET]; Test xii. Patr. test. Joseph. 1); ecclesiastical and Byzantine writings.
Greek Monotonic
χαρῐτόω: μέλ. -ώσω (χάρις), δείχνω χάρη, ευγνωμοσύνη σε κάποιον, τινά, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., έχω λάβει χάρη, έχω ωφεληθεί υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
χαρῐτόω, fut. -ώσω χάρις
to show grace to any one, τινά NTest.:—Pass. to have grace shown one, to be highly favoured, NTest.
Chinese
原文音譯:caritÒw 哈里拖哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:喜樂
字義溯源:賜給,賜恩,蒙大恩,蒙大恩的女子;源自(χάρις)=恩典),而 (χάρις)出自(χαίρω)*=歡樂的)。比較: (εὐλογέω / κατευλογέω)=說佳言,祝福
同源字:1) (ἀχάριστος)忘恩的 2) (χαίρω)歡樂 3) (χαρίζομαι)恩待 4) (χάρις)恩典 5) (χάρισμα)恩賜 6) (χαριτόω)賜給
出現次數:總共(2);路(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 賜給(1) 弗1:6;
2) 蒙大恩的女子(1) 路1:28