ναύλοχος

From LSJ
Revision as of 09:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύλοχος Medium diacritics: ναύλοχος Low diacritics: ναύλοχος Capitals: ΝΑΥΛΟΧΟΣ
Transliteration A: naúlochos Transliteration B: naulochos Transliteration C: naylochos Beta Code: nau/loxos

English (LSJ)

ον,

   A affording a safe anchorage, epith. of a harbour, λιμένες δ' ἔνι ν. αὐτῇ Od.4.846; ν. ἐς λιμένα 10.141; ν. λιπὼν ἕδρας S.Aj.460; ὦ ν. καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά ye hot springs by the haven and from the rock (unless ναύλοχα is Subst.), Id.Tr.633 (lyr.); Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαί E.Hec.1015: Sup. ναυλοχώτατος λιμήν Ph.1.181, cf. 352.    II Subst., station for ships, haven, Suid.: also neut. pl. ναύλοχα Plu.2.984b; cf. supr.

German (Pape)

[Seite 231] Schiffen zum Lager, zum Ruheplatz dienend, λιμένες ναύλοχοι, Od. 4, 846. 10, 141, Hafen mit ruhigem Ankerplatz; so ἕδραι, Soph. Ai. 455, der im plur. ὦ ναύλοχα, ihr Hafenplätze, sagt, Tr. 630, wo es nicht mit λουτρά zu verbinden ist; Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαί, Eur. Hec. 1015; einzeln bei Sp., wie Plut. Them. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ναύλοχος: -ον, ὁ τὰς ναῦς ὑποδεχόμενος τόπος, ἢ παρὰ τὸ λέχος, δηλ. τόπος ἔνθα εὐνάζονται νῆες, ὧν καὶ αἱ ἄγκυραι εὐναὶ λέγονται, λιμένες δ’ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ, «ἐν οἷς αἱ νῆες λοχῶσαι καὶ ἐνεδρεύουσαι λαθεῖν δύνανται» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 846· ναύλοχον ἐς λιμένα Κ. 141· ν. λιπὼν ἕδρας Σοφ. Αἴ. 460· ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα θερμὰ λουτρά... παραναιετάοντες, ὦ ὑμεῖς οἱ κατοικοῦντες παρὰ τὰ μεταξὺ τοῦ λιμένος καὶ τῶν κρημνῶν θερμὰ λουτρά, δηλ. τὰ τῶν Θερμοπυλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 633, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.· Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαὶ Εὐρ. Ἑκ. 1015. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σταθμὸς πλοίων, λιμήν, Σουΐδ.· ― ὡσαύτως ὡς οὐδέτ. ναύλοχα Πλούτ. 2. 984Β.