πίτνημι

From LSJ
Revision as of 09:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίτνημι Medium diacritics: πίτνημι Low diacritics: πίτνημι Capitals: ΠΙΤΝΗΜΙ
Transliteration A: pítnēmi Transliteration B: pitnēmi Transliteration C: pitnimi Beta Code: pi/tnhmi

English (LSJ)

poet. form of πετάννυμι,

   A spread out, ἠέρα πίτνα (Ep. impf.) Il.21.7; πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας stretching out his arms to me, Od.11.392; πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας (impf.) Pi.N.5.11; πίτνατε λεπταλέας στολίδας AP10.6 (Satyr.): metaph., excite, flutter, τὸ λεῖον φαλακρὸν ἡδονῇ πιτνάς S.Ichn.359:—Pass., ἀμφὶ δὲ χαῖται . . πίτναντο Il.22.402; θυμέλαι ἐπίτναντο χρυσήλατοι E.El.713 (lyr.); πίτνατο . . παστὸς θαλάμων AP7.711 (Antip.):—also πίτνω, only ἔπιτνον ἀλωήν Hes.Sc. 291.

German (Pape)

[Seite 621] = πιτνάω, πετάννυμι, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πίτνημι: ποιητ. τύπος τοῦ πετάννυμι, ἐκτείνω, ἠέρα πίτνα (ἀντὶ ἐπίτνα), «ἐξέτεινεν, ἐπέβαλεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 7· πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας, ἐκτείνων τὰς χεῖράς του πρὸς ἐμέ, Ὀδ. Λ. 392· πίτναν τ’ εἰς αἰθέρα χεῖρας (ἀντὶ ἐπίτναν) Πινδ. Ν. 5. 20· πίτνατε λεπταλέας στολίδας Ἀνθ. Π. 10. 6. ― Παθ., ἀμφὶ δὲ χαῖται... πίτναντο (πρβλ. πιλνάω), Ἰλ. Χ. 402· θυμέλαι ἐπίτναντο χρυσήλατοι Εὐρ. Ἠλ. 713· πίτνατο... παστὸς θαλάμων Ἀνθ. Π 7. ¦711.