πίτνημι
English (LSJ)
poet. form of πετάννυμι, spread out, ἠέρα πίτνα (Ep. impf.) Il.21.7; πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας stretching out his arms to me, Od.11.392; πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας (impf.) Pi.N.5.11; πίτνατε λεπταλέας στολίδας AP10.6 (Satyr.): metaph., excite, flutter, τὸ λεῖον φαλακρὸν ἡδονῇ πιτνάς S.Ichn.359:—Pass., ἀμφὶ δὲ χαῖται… πίτναντο Il.22.402; θυμέλαι ἐπίτναντο χρυσήλατοι E.El.713 (lyr.); πίτνατο… παστὸς θαλάμων AP7.711 (Antip.):—also πίτνω, only ἔπιτνον ἀλωήν Hes.Sc. 291.
German (Pape)
[Seite 621] = πιτνάω, πετάννυμι, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
seul. aux formes suiv. : prés. part. πιτνάς ; Moy. impf. 3ᵉ pl. ἐπίτναντο ou πίτναντο;
c. πετάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πίτνημι en πιτνάω [~ πετάννυμι] poët., alleen praes. en imperf., verder zie πετάννυμι; poët. ptc. πιτνάς, inf. (ἀνα)πιτνάμεν, them. imperf. 3 sing. πίτνᾱ, 3 plur. πίτναν, poët. med. 3 sing. πίτνατο, 3 plur. πίτναντο en ἐπίτναντο, uitspreiden:; πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας zijn handen naar mij uitstrekkend Od. 11.392; verspreiden:; ἠέρα πίτνα zij verspreidde een nevel Il. 21.7; med.-pass. wapperen:. χαῖται... πίτναντο zijn haren wapperden Il. 22.402.
Russian (Dvoretsky)
πίτνημι: (только praes. 2 и 3 л. pl. impf. πίτνᾰτε и πίτναν, 3 л. sing. med. πίτνατο и 3 л. pl. med. ἐπίτναντο и πίτναντο) Hom., Pind., Eur., Anth. = πετάννυμι.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.)
1. εκτείνω, απλώνω («πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρος», Πίνδ.)
2. μτφ. εξεγείρω, ερεθίζω («τὸ λεῖον φαλακρὸν ἡδονῆ πιτνάς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αθέματος ενεστ. πίτ-νη-μι έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα -νη-μι (πρβλ. δάμ-νη-μι) από τη μηδενισμένη βαθμίδα πτ- της ρίζας πετᾱ- του πετάννυμι, με φωνήεν στήριξης -ι- (πρβλ. κίρνημι, πίλναμαι)].
Greek Monotonic
πίτνημι: ποιητ. τύπος του πετάννυμι, εκτείνω, ἠέρα πίτνα (Επικ. αντί ἐπίτνα), σε Ομήρ. Ιλ.· πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας, τέντωσε τα χέρια του σε μένα, σε Ομήρ. Οδ.· πίτναν τ'εἰς αἰθέρας χεῖρας (αντί ἐπίτναν), σε Πίνδ. — Παθ., ἀμφὶ δὲ χαῖται πίτναντο, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
πίτνημι: ποιητ. τύπος τοῦ πετάννυμι, ἐκτείνω, ἠέρα πίτνα (ἀντὶ ἐπίτνα), «ἐξέτεινεν, ἐπέβαλεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 7· πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας, ἐκτείνων τὰς χεῖράς του πρὸς ἐμέ, Ὀδ. Λ. 392· πίτναν τ’ εἰς αἰθέρα χεῖρας (ἀντὶ ἐπίτναν) Πινδ. Ν. 5. 20· πίτνατε λεπταλέας στολίδας Ἀνθ. Π. 10. 6. ― Παθ., ἀμφὶ δὲ χαῖται... πίτναντο (πρβλ. πιλνάω), Ἰλ. Χ. 402· θυμέλαι ἐπίτναντο χρυσήλατοι Εὐρ. Ἠλ. 713· πίτνατο... παστὸς θαλάμων Ἀνθ. Π 7. ¦711.
Middle Liddell
poet. form of πετάννυμι
to spread out, ἠέρα πίτνα (epic for ἐπίτνα) Il.; πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας stretching out his arms to me, Od.; πίτναν τ' εἰς αἰθέρα χεῖρας (for ἐπίτναν) Pind.:—Pass., ἀμφὶ δὲ χαῖται πίτναντο Il.