πάνθοινος
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ον (and η, ον, v. infr.), (θοίνη)
A feasting high or splendidly, δαῖτα πανθοίνην Babr.95.90; π. τράπεζα Opp.H.2.221; παν[θοίν]ην is dub. in Phld.Po.2.49.
German (Pape)
[Seite 460] vollkommen, stattlich schmausend, τράπεζαι = πανθοινία, Opp. Hal. 2, 221.
Greek (Liddell-Scott)
πάνθοινος: -ον, (θοίνη) πλήρης παντὸς εἴδους ἐδεσμάτων, π. δαὶς = πανθοινία, Βάβρ. παρὰ Σουΐδ. (ἔνθα πανθοίνην)· π. τράπεζα Ὀππ. Ἁλ. 2. 221.