ἀντικόπτω
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
A cut down mutually, ἀλλήλους D.C.43.37 (nisi leg. ἀνακ-). II beat back, resist, 1 in a physical sense, c. acc., ὁκόταν νέφεα . . ἀντικόψῃ πνεῦμα ἐναντίον Hp.Aeër. 8: abs., ὅταν πνεῦμα ἀντικόπτῃ νότιον Arist.HA599a1, cf. PA642b1; check growth, ὅταν ἀντικόψῃ ὁ χειμών Thphr.CP1.12.6, cf. Epicur. Ep.1p.11U., al.:—in Pass., meet with resistance, Id.Nat.Herc.908.2; ἀ, ἀλλήλοις, of winds, Thphr.Vent.53. 2 of persons, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων . . X.HG2.3.15, cf. Aristid. Or.43(1).10: c. dat, Phld.Vit.pp 9,25J. 3 of things, ἤν τι ἀντικόψῃ if there be any hindrance, X.HG2.3.31; ἡ πυκνότης ἀ. πρὸς τοῦτο militates against this, Demetr.Lac.Herc.1055.18.
German (Pape)
[Seite 253] entgegen-, zurückstoßen, Theophr., vom Winde; – intr., ἤν τι ἀντικόπτῃ, wenn sich ein Hinderniß zeigt, Xen. Hell. 2, 3, 17; sich widersetzen, 2, 3, 15 ἀντέκοπτε λέγων.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικόπτω: ἀντικρούω, ἀπωθῶ, ἀνθίσταμαι, ἐμποδίζω, 1) ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, μετ’ αἰτιατ., ὅταν νέφεα... ἀντικόπτῃ πνεῦμα ἐναντίον Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀπολ., ὅταν πνεῦμα ἀντικόψῃ νότιον Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13, 13, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 36, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 12, 9· ἀντ. ἀλλήλοις, ὡσαύτως ἐπὶ ἀνέμων, ὁ αὐτ. περὶ Ἀνέμ. 53. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων... Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15. 3) ἀπρόσ., ἤν τι ἀντικόψῃ, ἐὰν παρουσιασθῇ κανὲν ἐμπόδιον, αὐτόθι 2. 3, 31.