δάμαλις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ (ὁ D.H.1.39), (δαμάζω)
A young cow, heifer, A.Supp.351 (lyr.), Aen.Tact.27.1, D.H.1.35; of Io, B. 18.24, Nic.Al.344; also masc., Hellanic.111J. 2 δ. σῦς IG5 (1).1390.34,69 (Andania, i B.C.). II girl, Epicr.9, AP5.291 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 521] εως, ἡ, 1) Kalb, junge Kuh, Aesch. Suppl. 350 u. Sp., wie N. F. – 2) das Mädchen, Agath. 25 (v, 292); vgl. Epicrat. bei Ael. H. A. 12, 10.
Greek (Liddell-Scott)
δάμᾰλις: -εως, ἡ, (δαμάζω) νέα βοῦς, μικρὰ ἀγελάς, Λατ. ju-venca, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350, Νίκ. Ἀλ. 344· πρβλ. δαμάλη, δαμάλης. ΙΙ. ὡς τὸ μόσχος, πῶλος, κοράσιον, Ἐπικρ. Χορ. 1, Ἀνθ. Π. 5. 292· πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 2. 5.