συμβόλαιος

From LSJ
Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβόλαιος Medium diacritics: συμβόλαιος Low diacritics: συμβόλαιος Capitals: ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΣ
Transliteration A: symbólaios Transliteration B: symbolaios Transliteration C: symvolaios Beta Code: sumbo/laios

English (LSJ)

α, ον,

   A of or concerning contracts, αἱ ξ. δίκαι Th.1.77 (Hsch. has both ξυμβολιμαίας δίκας and συμβολαίας δίκας); otherwise expld. as δίκαι αἱ ἀπὸ συμβόλων, cf. σύμβολον 11.

German (Pape)

[Seite 979] zum Contracte gehörig, darauf Bezug habend, ξυμβόλαιαι δίκαι, Thuc. 1, 77.

Greek (Liddell-Scott)

συμβόλαιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβόλαιον, αἱ ξ. δίκαι, παρὰ Θουκ. 1. 77, εἶναι = τῷ αἱ τῶν συμβολαίων δίκαι (δηλ. δίκαι πρὸς ἐπιβολὴν τῶν ἐκ τῶν συμβολαίων ὑποχρεώσεων) καὶ οὐχὶ τῷ αἱ ἀπὸ τῶν συμβόλων δίκαι, δηλ. δίκαι γινόμεναι συμφώνως πρὸς τὰς συνθήκας (ἴδε σύμβολον ΙΙ) κατὰ τὸν Grote H. of. Gr. 6, σ. 57 σημ. Goodwin ἐν Amer J. of Philology, ἀρ. 1· ἀλλ’ ἴδε κατ’ αὐτῶν Jowett εἰς Θουκ. 2, σ. Ixxxv. ― Ἀλλ’ ὁ Κόβητος ἀνελλήνιστον θεωρεῖ τὸν τύπον συμβόλαιος ἀντὶ τοῦ συμβολιμαῖος, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.