αὐτουργικός

From LSJ
Revision as of 10:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτουργικός Medium diacritics: αὐτουργικός Low diacritics: αυτουργικός Capitals: ΑΥΤΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: autourgikós Transliteration B: autourgikos Transliteration C: aftourgikos Beta Code: au)tourgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A willing or able to work with one's own hand, M.Ant.1.5; industrious, Muson.Fr.11p.57H.    II -κή (sc. τέχνη), ἡ, art of making real things, not semblances (εἴδωλα), Pl.Sph. 266d (dub.).

German (Pape)

[Seite 403] zum Selbstarbeiten geschickt, M. Anton. 1, 5; ἡ -ική, sc. τέχνη, die Kunst, die Sachen selbst, nicht Abbildungen davon zu machen, Plat. Soph. 266 d.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτουργικός: -ή, -όν, πρόθυμος ἢ ἰκανὸς νὰ ἐργασθῇ διὰ τῶν ἰδίων του χειρῶν, Μ. Ἀντων. 1. 5· ἐπιμελής, ἐργατικός, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. σ. 370. 11: ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ ἰδίου κόπου, Κλήμ. Ἀλ. 283. ΙΙ. ἡ αὐτουργική (ἐνν. τέχνη) τοῦ κατασκευάζειν πραγματικόν τι καὶ οὐχὶ ἁπλοῦν ὁμοίωμα (εἴδωλον), Πλάτ. Σοφ. 266D.