προαπόκειμαι
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
Pass.,
A to be stored up before, Sammelb.4425 iv 8 (ii A.D.), prob. in Aristid.Or.50(26).49.
German (Pape)
[Seite 708] (s. κεῖμαι), vorher niedergelegt sein, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
προαπόκειμαι: ἀπόκειμαι, εἶμαι ἀποθηκευμένος ἀπὸ πρίν, Βασίλ. Μ. τ. 3, σ. 205, Συνέσ. σ. 257Α, κλπ.