μέλημα

From LSJ
Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλημα Medium diacritics: μέλημα Low diacritics: μέλημα Capitals: ΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: mélēma Transliteration B: melēma Transliteration C: melima Beta Code: me/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, (μέλω)

   A object of care, beloved object, darling, of persons, μ. τὦμον Sapph. 126, cf. Ar. Ec.972 (lyr.), Men. Pk.214; νέαισιν παρθένοισι μ. Pi. P.10.59; Χαρίτων μ. Id.Fr.95; Κύπριδος ib.217; ὦ φίλτατον μ. δώμασιν A. Ch.235; ὦ γραῦ, τῷ θανάτῳ μ. Ar. Ec.905 (lyr.).    II charge, duty, A. Ag.1551 (anap.); μέλον πάλαι μ. μοι S. Ph.150 (lyr.).    2 care, anxiety, A. Eu.444, Theoc.14.2, etc.

German (Pape)

[Seite 122] τό, das, wofür man Sorge trägt, Gegenstand der Fürsorge u. Pflege, νέαις μέλημα παρθένοισι, der geliebte Gegenstand, Pind. P. 10, 59, wie μέλημα κλεπτόμενον Κύπριδος, frg. 237; so Aesch. ὦ φίλτατον μέλημα δώμασιν πατρός, Ch. 233, wie bei Ar. ein Jüngling die Geliebte nennt ὦ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Eccl. 972, u. komisch ein altes Weib τῷ θανάτῳ μέλημα heißt, ib. 994; πάλαι μέλημά μοι λέγεις, τὸ σὸν φρουρεῖν ὄμμα, Soph. Phil. 150, was mir schon lange ein Gegenstand der Sorge war. – Die Sorge, τῶν σῶν ἐπῶν μέλημ' ἀφαιρήσω μέγα, Aesch. Eum. 422, vgl. Ag. 1530; τί δέ σοι τὸ μέλημα, Theocr. 14, 2; Anacr. oft, u. a. sp. D.; auch in Prosa, Luc. Rhet. praec. 14.

Greek (Liddell-Scott)

μέλημα: τό, (μέλω) τὸ περὶ οὗ φροντίζει τις καὶ ὃ φιλεῖ, τὸ ἀγαπητὸν καὶ πεφιλημένον πρόσωπονπρᾶγμα, ἐπὶ προσώπων, τοὐμὸν μέλ., ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, mea cura, Σαπφὼ 105· νέαις μ. παρθένοις Πινδ. Π. 10. 93· Χαρίτων μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 63· Κύπριδος αὐτόθι 237· ὦ φίλτατον μ. δώμασιν Αἰσχύλ. Χο. 235· ὦ γραῦ, τῷ θανάτῳ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 905, πρβλ. 972. ΙΙΙ. χρέος, καθῆκον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1549· μέλον πάλαι μέλημά μοι λέγεις Σοφ. Φιλ. 150. 2) φροντίς, μέριμνα, ἀνησυχία, Αἰσχύλ. Εὐμ. 444, Θεόκρ. 14, 2, κτλ.