ἀνειλέω

From LSJ
Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνειλέω Medium diacritics: ἀνειλέω Low diacritics: ανειλέω Capitals: ΑΝΕΙΛΕΩ
Transliteration A: aneiléō Transliteration B: aneileō Transliteration C: aneileo Beta Code: a)neile/w

English (LSJ)

   A roll up or crowd together, πολεμίους Philostr.VA2.11:— Pass., crowd or throng together, ἀνειληθέντες ἔς τι χωρίον Th.7.81; αἱ μέλιτται . . αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Arist.HA627b12; of wind pent in the bowels, v.l. in Hp.Prog.11; πνεῦμα - ούμενον Epicur.Ep.2p.46U.; of sound, Arist.Aud.804a20; ἀνειλεῖται ἡ γλῶσσα is kept within bounds, Plu.2.503c.    II unroll, ib.109d.

German (Pape)

[Seite 220] zurückdrängen, ἀνειληθέντες ἐς χωρίον τι Thuc. 7, 81; – aufwickeln, aufschlagen, γραμματίδιον Plut. Consol. ad Apoll. p. 337. – Med., ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλουμένη Plat. Criti. 109 a, zusammengedrängt; auch Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνειλέω: (ἴδε εἴλω), περικλείω, στενοχωρῶ, στρυμώνω, καὶ τὸ ἀνειλῆσαι πολεμίους Φιλόστρ. 59: - Μέσ., συστρέφομαι, συναθροίζομαι, στρυμώνομαι, ἀνειληθέντες γὰρ ἔς τι χωρίον Θουκ. 7. 81· αἱ μέλιτται... αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40. 57· ἐπὶ ἀέρος κεκλεισμένου ἢ συμπυκνωθέντος ἐν τοῖς ἐντέροις, κρέσσον δὲ σὺν ψόφῳ διελθεῖν ἢ αὐτοῦ ἀνειλέεσθαι Ἱππ. Προγν. 40· ἐν Γαλην. Γλωσσ. σ. 432, ὑπάρχει: «ἀνειλισθῶσιν· εἰς τὸ ἄνω εἰλισθεῖσαι συστραφῶσιν»· - ἐπὶ ἤχου, ἀλλ’ αὐτοῦ προσκόπτουσαν ἀνειλεῖσθαι τὴν φωνὴν καὶ λαμβάνειν ὄγκον Ἀριστ. Ἀκουστ. 65· περιορίζομαι, «συμμαζεύομαι» περὶ τῆς γλώσσης ἐὰν... μὴ ὑπακούῃ, μηδ’ ἀνειλῆται Πλούτ. 2. 503C. ΙΙ. «ξεδιπλώνω», ἀνοίγω, ἀνειλήσαντα οὖν [τὸ γραμματάδιον] ἰδεῖν ἐγγεγραμμένα τρία ταῦτα αὐτόθι 109C: - Παθ, Πλάτ. Κριτί. 109Α· ἴδε ἀνείλλω.