ἀντιφέρω

From LSJ
Revision as of 10:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφέρω Medium diacritics: ἀντιφέρω Low diacritics: αντιφέρω Capitals: ΑΝΤΙΦΕΡΩ
Transliteration A: antiphérō Transliteration B: antipherō Transliteration C: antifero Beta Code: a)ntife/rw

English (LSJ)

   A set against, Pl.Erx.395b; ἀ. πόλεμον ἐπί τινι AP7.438 (Damag.): used by Hom. only in Med. or Pass., set oneself against, fight against another, ἀντεφέροντο μάχη Il.5.701; ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι hard to oppose, 1.589, cf. Od.16.238: c. acc. cogn., μένος ἀ. τινί match oneself with another in strength, Il.21.482; τίς Ὁμηρείοις ἀντιφέροιτο λόγοις; AP9.625 (Maced.).    II Pass., to be borne in a contrary direction to, τῷ οὐρανῷ Arist.Cael.291b2, cf. Ph.215a30; τῷ παντὶ τὴν φοράν Theo Sm.p.134 H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφέρω: μέλλ. ἀντοίσω, ἀντιτάσσω, ὥστε μὴ ἔχειν ὅ, τι πρὸς ταῦτα ἀντεφέρωσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 395Β· ἀντ. πόλεμον ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 7. 438: - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. τύπῳ, φέρομαι ἐναντίον τινός, ἐπιτίθεμαι, μάχῃ ἀντεφέροντο, «ἐξ ἐναντίας ἐφέροντο» (Σχόλ.) Ἰλ. Ε. 701· ἀνθίσταμαι, ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι, «ὅ ἐστιν ἐναντιοῦσθαι καὶ φιλονεικεῖν» (Σχόλ.) Α. 589· ἤ κεν νῶϊ δυνησόμεθ’ ἀντιφέρεσθαι Ὀδ. Π. 238· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, ἀνθαμιλλᾶσθαί σοι κατὰ τὴν ἰσχὺν «ἐναντιοῦσθαι τὴν δύναμιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 482· πρβλ. ἀντιφερίζω. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, φέρομαι κατ’ ἐναντίαν διεύθυνσιν πρός τι, τῷ οὐρανῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 10, 2, πρβλ. Φυσ. 2. 8, 8.