ὁμοιοτέλευτος

From LSJ
Revision as of 10:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοτέλευτος Medium diacritics: ὁμοιοτέλευτος Low diacritics: ομοιοτέλευτος Capitals: ΟΜΟΙΟΤΕΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: homoiotéleutos Transliteration B: homoioteleutos Transliteration C: omoioteleftos Beta Code: o(moiote/leutos

English (LSJ)

ον,

   A ending alike : τὸ ὁ. the like ending of two or more clauses or verses, Id.Rh.1410b1, Phld.Rh.1.162 S., D.S.12.53 (pl.) : -τέλευτα (sc. κῶλα) Demetr.Eloc. 26 ; -τέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν end a sentence with ὁμοιοτέλ., S.E. M.2.57.

German (Pape)

[Seite 336] mit ähnlicher, gleicher Endung; διάνοια, S. Emp. adv. rhet. 57; τὸ ὁμοιοτέλευτον, der gleiche Ausgang zweier oder mehrerer Verse od. Sätze, unserm Reime entsprechend, Gramm. u. Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοτέλευτος: -ον, ὁ ὁμοίως τελευτῶν, ὁμοίως καταλήγων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9· τὸ ὁμοιοτέλευτον, ἡ ὁμοιοκαταληξία δύο ἢ πλειόνων προτάσεων ἢ στίχων, ἧς εὑρίσκομεν ἴχνη καὶ παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν ποιητῶν, π.χ. Σοφ. Αἴ. 62-65· εἶναι δὲ λίαν συχνὴ ἐν τῇ καταλήξει τῶν δύο τμημάτων τοῦ πενταμέτρου. - Ἐπίρρ. ὁμοιοτελεύτως, Εὐστ. 179, 2.