ἀνασκοπέω

From LSJ
Revision as of 10:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασκοπέω Medium diacritics: ἀνασκοπέω Low diacritics: ανασκοπέω Capitals: ΑΝΑΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: anaskopéō Transliteration B: anaskopeō Transliteration C: anaskopeo Beta Code: a)naskope/w

English (LSJ)

c. fut. -σκέψομαι, aor. ἀνεσκεψάμην: (cf. ἀνασκέπτομαι):—

   A look at narrowly, examine well, πάντ' ἀνασκόπει καλῶς Ar.Th.666, cf. Th.1.132, etc.:—also in Med., ἀνασκοπουμένοις Ar. Ec.827.    II look back at, reckon up, X.Vect.5.11 (nisi leg. ἐπανα-).

German (Pape)

[Seite 207] nur praes., s. ἀνασκέπτομαι, 1) genau betrachten, untersuchen, Thuc. 7, 42; τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 401 c; εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει Legg. X, 888 c. Sp. auch περί τινος; med., Ael. H. A. 13, 23. – 2) zurückblicken auf etwas, τί, Xen. Vect. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκοπέω: μετὰ μέλλ. -σκέψομαι καὶ ἀορ. ἀνεσκεψάμην, (ἴδε ἀνασκέπτομαι): παρατηρῶ τι μετὰ προσοχῆς, ἐξετάζω τι καλῶς, πάντ’ ἀνασκόπει καλῶς Ἀριστοφ. Θεσμ. 666, πρβλ. Θουκ. 1. 132, κτλ.: ὡσαύτως ἐν μέσ. φωνῇ ἀνασκοπουμένους Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 827. ΙΙ. ἀναθεωρῶ, ἀναλογίζομαι, εἴ τις τὰ προγεγενημένα ἔτι ἀνασκοποίη τῇ πόλει πῶς ἀποβέβηκεν Ξεν. Πόροι 5. 11.