ἀνασκέπτομαι
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
= ἀνασκοπέω, Plu.2.438d, Gal.8.352.
Spanish (DGE)
examinar, considerar πάντα Pl.R.619b, ταῦτα Plu.2.438d, τὴν δόξαν Gal.8.352, ἀνασκέψαι πῶς ... οἱ ... βασιλῆς αὑτοὺς ... διέφθειραν Pl.Lg.690d, ἵνα κἀγὼ ἐμαυτὸν ἀνασκέψωμαι ποῖόν τι ἔχω τὸ πρόσωπον Pl.Tht.144d
•examinar, inspeccionar en v. pas. γῆς ἀνασκεμμένης PSI 808.24.
German (Pape)
[Seite 207] besehen, betrachten, wohl nur fut. u. aor., als Ergänzung zu praes. ἀνασκοπέω, Plat. Theaet. 144 d u. öfter.
French (Bailly abrégé)
examiner.
Étymologie: ἀνά, σκέπτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασκέπτομαι: Plut. = ἀνασκοπέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκέπτομαι: ἀποθ., μεταγεν. τύπος τοῦ ἀνασκοπέω, Πλούτ. 2. 438D.
Greek Monolingual
ἀνασκέπτομαι (Α)
ανασκοπώ, επανεξετάζω.