θεοσοφία
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ἡ,
A knowledge of things divine, PMag.Leid.W.6.17; ἡ ἄγαν θ. Porph.Abst.4.9; Ἑλληνική, Χαλδαϊκὴ θ., Procl.Theol.Plat.5.35, Dam. Pr.350.
German (Pape)
[Seite 1198] ἡ, = θεολογία, Dion. Ar.