ἀποσκληρύνω
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
A harden, Hp.Coac.515:—Pass., Arist.Mir.836b5, Thphr.CP3.16.2; ἀπεσκληρυμμένοι, gloss on ναρκώδεις, Erot.
German (Pape)
[Seite 325] dasselbe, Theophr.; ἀπεσκληρυμμένον στέρφος αἰγός Leon. Tar. 11 (VI, 298).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκληρύνω: ποιῶ τι σκληρόν, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 204: - Παθ., Ἀριστ. π. Θαυμ. 81. 3, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 16, 2.