κλωπήϊος
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
η, ον, Ion. and poet. for κλοπαῖος, A.R.3.1197, Max.434.
German (Pape)
[Seite 1458] ion. u. ep. = κλοπαῖος, Ap. Rh. 3, 1196.
Greek (Liddell-Scott)
κλωπήϊος: -η, -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ κλωπαῖος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1196, Μάξιμ. π. καταρχ. 434· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. σ. 474.