ὀκέλλω
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
=κέλλω, Ar.Ach.1159 : impf.
A ὤκελλον H
German (Pape)
[Seite 315] = κέλλω, bes. τὰς ναῦς, Schiffe auf den Strand treiben, scheitern lassen, δεινὸς κλύδων ὤκειλε ναῦν πρὸς γῆν, Eur. I. T. 1379; Her. 8, 84; τὸν ἑαυτοῦ κυβερνήτην ἀναγκάσας ὀκεῖλαι τὴν ναῦν, Thuc. 4, 12; allgemeiner, Nic. Ther. 295, τὸν πλόον ὀκέλλει, treibt, nimmt den Lauf; – auch intr., τῶν νεῶν πολλαὶ ὀκέλλουσι καὶ ἐκπίπτουσι, Xen. An. 7, 5, 12, stranden; komisch Ar. Ach. 1123; – übertr., ὤκειλεν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾶς σωφροσύνης, er ging über, Ath. VI, 274 e; κακὸν ἐς ἀνήκεστον, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκέλλω: ὡς τὸ κέλλω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, Ξεν.: παρατ. ὤκελλον Ἡρόδ.: ἀόρ. ὤκειλα· - ναυτικὴ λέξις ἐν χρήσει, Ι. μεταβ. ἐπὶ ναυτῶν, ῥίπτω τὸ πλοῖον εἰς τὴν ξηράν, τὰς νῆας Ἡρόδ. 8. 84, Θουκ. 4. 11· ἐπὶ κύματος, Εὐρ. Ι. Τ. 1379 2) πλόον ὀκέλλω, διευθύνω τὸν πλοῦν, Νικ. Θ. 295· ἔτι καὶ στίβον ὀκ. αὐτόθι 321. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ πλοίου, πίπτω εἰς τὴν ξηράν, «πέφτω ἔξω», Θουκ. 2. 91., Ξεν. Ἀν. 7. 5, 12· οὕτω μεταφ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, πρβλ. Ἀθήν. 274F· - Λέξις πεζογραφικὴ ἀπαντῶσα ἅπαξ παρ’ Εὐρ.· ὁ ἀρχαιότερος καὶ ποιητικὸς τύπος εἶναι κέλλω, ὃ ἴδε.