μύστης

From LSJ
Revision as of 10:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύστης Medium diacritics: μύστης Low diacritics: μύστης Capitals: ΜΥΣΤΗΣ
Transliteration A: mýstēs Transliteration B: mystēs Transliteration C: mystis Beta Code: mu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, (μυέω)

   A one initiated, Heraclit.14, AP9.147 (Antag. or Simon.), Arist.Ath.56.4, etc.; τοῖς μύστησιν καὶ τοῖς ἐπόπτῃσιν IG12.6.49; ὁ τῶν μ. κῆρυξ X.HG2.4.20; τὰ μυστῶν ὄργια E.HF613: c.gen., Διὸς Ἰδαίου μύστης Id.Fr.472.10 (anap.), cf. IG3.700; λύχνον μύστην σῶν θέτο παννυχίδων AP6.162 (Mel.); μ. ἀποκρύφων Vett.Val. 7.30, al.: as Adj., μ. χοροί Ar.Ra.370; μ. λύχνος AP7.219 (Pomp. Jun.).    2 a name of Dionysus, Paus.8.54.5; of Apollo, Artem. 2.70.

German (Pape)

[Seite 223] ὁ, der in die Mysterien Eingeweih'te; τὰ μυστῶν ὄργι' εὐτύχησ' ἰδών, Eur. Herc. F. 613; χορός, Ar. Ran. 363; μυστῶν κήρυξ, Xen. Hell. 2, 4, 20; auch Bacchus selbst heißt so, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 13). – Bei Sp. auch = μυσταγωγός, z. B. Ep. ad. 517 (IX, 540); Mel. 64 (V, 191) sagt von sich Κύπρι, – ὁ μύστης τῶν κώμων. S. Lob. Aglaoph. 29.

Greek (Liddell-Scott)

μύστης: -ου, ὁ, (μυέω) ὁ μεμυημένος, Σιμων. (;) 180· τὰ μυστῶν ὄργι’ ηὐτύχησ’ ἰδὼν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 613· μετὰ γεν., Διὸς Ἰδαίου μύστης ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 390· μύστην σῶν θέτο παννυχίδων Ἀνθ. Π. 6. 162· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., μύσταισι χοροῖς Ἀριστοφ. Βάτρ. 370· μ. λύχνος Ἀνθ. Π. 7. 219· - Ἡ διαίρεσις τῶν μυουμένων εἰς τρεῖς ἢ πλείονας τάξεις ἢ βαθμοὺς μέχρι τοῦ τῶν ἐποπτῶν εἶναί πως ἀμφίβολος, πρβλ. ἑρμην. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 745, Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 31 κἑξ., 128· μύσται καὶ ἐπόπται μνημονεύονται ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 5. 2) ἐπώνυμον τοῦ Διονύσου, πλησίον δὲ ἄλλο ἐστὶν ἱερὸν Διονύσου Μύστου Παυσ. 8. 54, 5· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀρτεμίδωρ. 2. 70, ἐν τέλ.