ὑπεκλύω

From LSJ
Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκλύω Medium diacritics: ὑπεκλύω Low diacritics: υπεκλύω Capitals: ΥΠΕΚΛΥΩ
Transliteration A: hypeklýō Transliteration B: hypeklyō Transliteration C: ypeklyo Beta Code: u(peklu/w

English (LSJ)

   A loosen or weaken a little, τὴν γνώμην Plu.Nic.14; τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς J.BJ7.8.5; τὸν τῆς ὁλκῆς τόνον Sor.2.61 (prob.); ἐπὶ συνουσίαν ὁρμάς Ps.-Dsc.1.103; [ὁ οἶνος] στρατηγοὺς τῆς φρονήσεως ὑπεκλύει Sch.Il.6.260; weaken the force of, τὸν λόγον A.D.Synt.224.4:—Pass., cease, become weaker and weaker, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Hp.Mul.1.25; οἶνος Sch.Ar.V.151; ὑπεκλυομένην ἴσχει τὴν ταραχήν S.E.M.11.214, cf. Sor.2.11: c. gen., to be freed from, τινος A.D.Synt.41.11.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. λύω), von unten od. heimlich loslassen; ein wenig entkräften, Hippocr. im pass.; ὑπεκλυομένη ταραχή S. Emp. adv. eth. 214.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκλύω: ἐκλύω, χαλαρώνω ἢ ἐξασθενῶ κατὰ μικρόν, τὴν ῥώμην Πλουτ. Νικ. 14· τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 5· ὑπ. τινὰ τῆς φρονήσεως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 260. ― Παθ., κατὰ μικρὸν παύομαι, λήγω, γίνομαι συνεχῶς ἀσθενέστερος, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Ἱππ. 600. 26· οἶνος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· ἡ ταραχὴ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 214.