ἀνθομολόγησις
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mutual agreement, Plb.31.24.12,36.4.4. 2 confession, admission, testimony, S.E.M.7.184,8.453.
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, gegenseitige Uebereinkunft, Pol. 32, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθομολόγησις: -εως, ἡ, ἀμοιβαία συμφωνία, Πολύβ. 32. 10, 12. 2) ἐξομολόγησις, ὁμολογία, μαρτυρία, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 184., 8. 453.