δυσκαταμάχητος
From LSJ
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A hard to overcome, D.S.3.35; νόσος (sc. πενία) Lib.Decl.34.4.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu bekämpfen, D. Sic. 3, 35; auch von Krankheiten, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαταμάχητος: -ον, δυσκόλως καταβαλλόμενος, δυσκατανίκητος, Διόδ. 3. 35.