ξενοχειροτόνητοι
From LSJ
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
ξενοχειροτόνητοι: κληρικοί, οἱ ἐν ἄλλῃ ἐπαρχίᾳ χειροτονηθέντες, Ἀριστ. ἐν Συντ. καν. τ. 2, σ. 251, πρβλ. τὴν λέξιν ἐξωχειροτόνητος.