ἐκπορθέω
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
English (LSJ)
A pillage, πόλεις E.Tr.95 ; οἰκίας Lys.12.83, cf. Herod. 3.5 (tm.), Plb.2.32.4, etc. :—Pass., of a person, to be undone, ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι τάλας S.Tr.1104 ; γραῦς..κρᾶτ' ἐκπορθηθεῖσ' E.Tr.142 (lyr.). II carry off as plunder, τὰ ἐνόντα Th.4.57.
German (Pape)
[Seite 776] gänzlich zerstören, verwüsten, πόλεις, Τροίαν, Eur. Tr. 95 I. A. 1398; χώραν Aesch. 3, 108; οἰκίας Lys. 12, 83; τὴν πόλιν κατέκαυσαν καὶ τὰ ἐνόντα ἐξεπόρθησαν Thuc. 4, 57, plündern. – Uebertr., τυφλῆς ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι Soph. Tr. 1094, ich bin ganz vernichtet; vgl. Eur. Tr. 142.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπορθέω: ἐκπέρθω, κυριεύω, λεηλατῶ, αἰχμαλωτεύω, σκυλεύω, Εὐρ. Τρῳ. 95, Λυσ. 127. 42, κτλ. - Παθ., ἐπὶ προσώπων, καταστρέφομαι, χάνομαι, ὑπ’ ἄτης ἐκπεπόρθημαι τάλας Σοφ. Τρ. 1104, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 142. ΙΙ. ἀποκομίζω ὡς λάφυρον, ὡς λείαν, τὰ ἐνόντα Θουκ. 4. 57.