πόριμος
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ον also η, ον Hp.Acut.50:—
A able to provide, resourceful, inventive, Gorg.Pal. 25; πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον Ar.Ra.1429; πόριμος τόλμα Id.Pax 1031; φρονήσεως ἐπιθυμητὴς καὶ π. [ὁ ἔρως] Pl.Smp.203d; ῥήτωρ Poll. 4.34: c.acc., ἄπορα πόριμος making possible the impossible, A.Pr.904 (lyr.). 2 of things, affording means of safety, saving, ἔργον Ar.Th. 777; ἐπιβολή Anon. ap. Suid. (Sup.); [τὸ] π. the profitable, Gal.5.751. 3 Medic., finding or making a passage, ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῦσα π. Hipp.l.c.; passing rapidly through the system, τροφή Gal.6.570. II Pass., compassable, practicable, ἄπορα γίγνεται τὰ π. J.AJProoem.3; ἔρωτι πάντα π. Luc.Dem.Enc.14. 2 well-provided, ποριμώτεροι ἐς πάντα Th.8.76; ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Gorg.Pal.30.
German (Pape)
[Seite 683] fähig zu gewähren, gebend, Aesch. Prom. 906; auch fähig, Mittel u. Wege ausfindig zu machen, erfinderisch, πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον, Ar. Ran. 1425; τόλμῃ, Pax 1030; auch ἔργον, rettend, Thesm. 777; Ἔρως, Plat. Conv. 203 d; ἔρωτι πάντα πόριμα, Luc. Dem. enc. 23. – Compar., Thuc. 8, 76, ποριμώτερος ἐς πάντα, u. Folgde. – Bei den Aerzten ist πόριμος οἶνος = der durchgeht, durchdringt.
Greek (Liddell-Scott)
πόρῐμος: -ον, (πόρος) ὁ δυνάμενος νὰ πορίσῃ, πλήρης μέσων, ἐπινοητικός, πόριμος αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ ἀμήχανος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· πόριμος τόλμα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1031· π. ὁ ἔρως Πλάτ. Συμπ. 203D· ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 34· πρὸς τὰ καλὰ ποριμώτατος Συνέσ. 187Β ― μετ’ αἰτ., ἄπορα πόριμος, ὁ ποιῶν τὰ ἀδύνατα δυνατά, Αἰσχύλ. Πρ. 905. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων μέσα ἀσφαλείας, σωτήριος, ἔργον Ἀριστοφ. Θεσμ. 777· ἐπιβολὴ Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 3) παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγρ., ὁ εὑρίσκων ἢ παρασκευάζων δίοδον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. ΙΙ. παθ., ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, δυνατός, κατορθωτός, ἄπορα. γίγνεται τὰ π. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν Προοιμ. 3· ἔρωτι πάντα π. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 14. 2) ὁ ἔχων πολλὰς εὐκολίας, ἄφθονα τὰ μέσα, ὡς τὸ εὔπορος· ποριμώτεροι ἐς πάντα Θουκ. 8. 76· ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Γοργ. Ρητ. 190. 42.