ἐκλάμπω
English (LSJ)
A shine or beam forth, Hdt.6.82, A.Pr.1083 (anap.); ὅπλα ὥστε κάτοπτρον ἐξέλαμπεν X.Cyr.7.1.2, etc.; ὀμμάτων ἐ. πόθος APl. 4.182 (Leon.); ὥσπερ ἀστραπήν Hp.Epid.7.88; πῦρ ἐκ λίθων ἐ. Arist. HA516b11 : metaph., δίκας δ' ἐξέλαμψε θεῖον φάος Trag.Adesp.500; ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐ. Pl.R.435a; ἐξ. ἡ δόξα Plb.31.23.2 ; of persons, Ph.1.326, al.; burst forth violently, of a fever, Hp.VM16 ; of sound, to be clearly heard, [ἐκ τῆς κραυγῆς] ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Plb.15.31.1. 2 to be distinguished, δι' εὐφυΐαν Plu.Cic.2; τῶν ἄλλων Lib.Or.62.37. II c. acc. cogn., flash forth, πυρωπὸν γλῆνος ἐκλάμψαν φλόγα A.Fr.300.4; σέλας dub.l.in E.Fr.330, cf. Lyc.1091 ; πῦρ App.Syr.56, cf. BiasFr.Lyr.: metaph., νοῦς ἐ. αἰσθήσεις Ph.1.72 ; ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ὁ θεὸς ἑαυτὸν ἐξέλαμψε Iamb.Myst.8.2. III Astrol.,=διαυγάζω 111, PLond.1.132.95 (i/ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 766] hervorleuchten, -strahlen; Aesch. Prom. 1085; ἐξέλαμψε τὸ τῆς φύσεως δίκαιον Plat. Gorg. 484 a; τὰ Κύρου ὅπλα ὥσπερ κάτοπτρον ἐξέλαμπεν Xen. Cyr. 7, 1, 2; ἔσβεσεν ἐκλάμψας ἀστέρας ἠέλιος Hel. 35 (XII, 59); ἐκ λίθων πῦρ Arist. H. A. 3, 7; ὀμμάτων πόθος Leon. Tar. 41 (Plan. 182); übertr., ἐκ τῆς κραυγῆς μάλιστα ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Pol. 15, 31, 1; δι' εὐφυΐαν ἐκλάμψας Plut. Cic. 2; δόξα, Pol. oft, wie a. Sp. – Trans., leuchten lassen, anzünden, σέλας Eur. frg., wie Lycophr. 1091; πῦρ App. Syr. 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλάμπω: ἐκπέμπω λάμψιν, ἀκτινοβολῶ, Ἡρόδ. 6. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 1083, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 2, κτλ.· ἐπὶ ἀστραπῆς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304: - μεταφ., δίκας δ’ ἐξέλαμψεν ὅσιον φάος Σοφ. Ἀποσπ. 11, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 435Α, κτλ.: βιβαίως, μετὰ σφοδρότητος ἐμφανίζομαι, ἐπὶ πυρετοῦ, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· - ἐπὶ ἤχου, λαμπρῶς, καθαρῶς ἀκούομαι, ἐκ τῆς κραυγῆς ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Πολύβ. 15. 31, 1. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀστράπτω, λάμπω, σέλας Εὐρ.· Ἀποσπ. 332, πρβλ. Βίαντα ἐν Bgk. Λυρ. σ. 757· ἀνάπτω, πῦρ Ἀππ. Συρ. 56, πρβλ. Λυκόφρ. 1091.